Για τη δίκη του αντιφασίστα συντρόφου στο Βόλο στις 14 Ιουνίου 2017

Το 2012 ήταν η χρονιά που έκλεισε ένας πρώτος κύκλος των μεγάλων αγώνων που έδωσε ο ελληνικός λαός απέναντι στη φτώχεια και την εξαθλίωση που του επιβλήθηκε. Οι αντιδράσεις αυτές εκφράστηκαν πανελλαδικά μέσα από μεγαλειώδεις διαδηλώσεις και μαζικά πολιτικά εγχειρήματα. Την ίδια χρονική στιγμή κράτος, κεφάλαιο και μερίδα των μέσων ενημέρωσης πραγματοποιήσαν ένα άνευ προηγουμένου αβαντάρισμα της Χρυσής Αυγής που τελικά την οδήγησε στην ελληνική βουλή. Η αποστολή ήταν να αναχαιτιστεί και να διοχετευθεί σε άλλες κατευθύνσεις η λαϊκή οργή. Ταυτόχρονα, η Χ.Α. έπαιρνε και τον ρόλο ενός εν δυνάμει κυβερνητικού εταίρου και θεσμικού εκφραστή των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων, έτοιμου να κάνει και τη βρώμικη δουλειά όποτε χρειαζόταν. Εκτός όμως από το κοστούμι που έπρεπε να ραφτεί για τη Χ.Α. επιβαλλόταν να συντηρηθεί και μια ψευδαίσθηση μαχητικότητας, ικανή να ενεργοποιήσει συντηρητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας και να συμπαρασύρει κομμάτια της νεολαίας πάνω στο μύθο που φιλοτεχνούσαν γι’ αυτή. Πάντα, βέβαια, χωρίς να θιχτούν τα συμφέροντα που η Χ.Α. εξυπηρετούσε. Για αυτό εκείνο το διάστημα σκηνοθετούσε και πλάσαρε στα ΜΜΕ στιγμές έντασης, όπου τα θλιβερά τάγματα εφόδου έβγαιναν στους δρόμους σπάζοντας πάγκους μικροπωλητών (Ραφήνα, Μεσολόγγι) ή δίνοντας ψευτοσυγκρούσεις με τα ΜΑΤ (βλ. στρατόπεδο συγκέντρωσης μεταναστών στην Κόρινθο).

Αν η Χ.Α. προσπαθούσε να πετύχει κάτι εκείνη την περίοδο λοιπόν, αυτό ήταν να οικειοποιηθεί το δρόμο και να κερδίσει έδαφος δημιουργώντας όρους μαζικού κινήματος. Πράγμα βέβαια που δεν το κατάφερε ποτέ. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό ερμηνεύεται και η επίθεση που εξαπέλυσε τάγμα εφόδου της Χ.Α. στο Βόλο στις 23/12/12. Τότε οι χρυσαυγίτες με πτυσσόμενα γκλομπ, κράνη και μαχαίρια επιτέθηκαν εναντίον νεολαίων που έφευγαν από εκδήλωση συμπαράστασης για την πρόσφατα εκκενωμένη Βίλα Αμαλίας. Η απάντηση στους χρυσαυγίτες ήταν άμεση και έστειλε κάποιους από αυτούς στο νοσοκομείο. Την επόμενη μέρα ο ναζιστικός συρφετός της πόλης προσπάθησε να κάνει το άσπρο, μαύρο. Ο βουλευτής της Χ.Α. Ηλιόπουλος (γνωστός δρομέας μεγάλων αποστάσεων) έδινε συνεντεύξεις σε τοπικά και πανελλήνια μέσα ενημέρωσης, αντιστρέφοντας την πραγματικότητα και κατονομάζοντας συντρόφους μας ως υποκινητές της υποτιθέμενης επίθεσης που δέχτηκαν. Ταυτόχρονα με την συνεργασία ναζιστών και Ελληνικής Αστυνομίας, στήθηκε ένα ανυπόστατο κατηγορητήριο εναντίον δύο αντιφασιστών, γνωστών στην τοπική κοινωνία για την ανυποχώρητη και αγωνιστική δράση τους. Οι δύο αυτοί σύντροφοι αναγνωρίστηκαν δήθεν από τους χρυσαυγίτες με αποτέλεσμα την άμεση σύλληψη του ενός.

Στις 14/06/17 ο συγκεκριμένος αντιφασίστας θα δικαστεί ύστερα από την αυτεπάγγελτη μήνυση των μπάτσων. Αν και λίγους μήνες πριν αθωώθηκε για την ίδια υπόθεση στην εκδίκαση της μήνυσης που είχε υποβληθεί από στέλεχος της Χ.Α. (μέλος του τάγματος εφόδου που διεξήγαγε την επίθεση της 23ης Δεκεμβρίου και συνεργάτης του Μιχαλολιάκου σε βομβιστικές ενέργειες), οδηγείται για ακόμη μια φορά σε δίκη – παρά το γεγονός ότι στην πρώτη δίκη απουσίαζαν από τη δικογραφία οι φωτογραφίες μέσα από τις οποίες έγινε η δήθεν αναγνώριση των συντρόφων.

Η ολοκληρωτική ήττα των ναζί στον Βόλο και η αδυναμία τους να υπάρξουν με οποιονδήποτε τρόπο στο δρόμο δεν είναι τυχαία. Συνιστά αποτέλεσμα πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών που κρατούν πάνω από μια δεκαετία στην περιοχή. Αυτό αποδεικνύει περίτρανα πως η συνεπής και αταλάντευτη στάση πολιτικών υποκειμένων που εμπλέκονται ενεργά μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον που αλληλεπιδρούν (χωρίς να αναζητούν την καβάτζα τους μέσα από ιδεολογικά προσχήματα) μπορεί να φέρει νικηφόρα αποτελέσματα.

 

Γι’ αυτήν ακριβώς τη συνεπή στάση κατηγορείται και δικάζεται ο σύντροφός μας.

Αυτή ακριβώς η συνεπής στάση είναι που πρέπει να μας παραδειγματίζει όλους.

 

Κανένας/καμία δεν είναι μόνος/η

 

Κόκκινη Γραμμή – Ομάδα για την εργατική αντεπίθεση