Σημειώσεις για μια νικηφόρα αντιφασιστική στρατηγική

Κάθε επιχείρηση οφείλει να γίνεται με σύστημα,

γιατί το τυχαίο ποτέ δεν βοηθά στο να επιτευχθεί κάτι.

Στον πόλεμο,

τίποτα δεν γίνεται κατορθωτό παρά μόνο με υπολογισμό,

ό, τι δεν έχει βαθιά μελετηθεί στις λεπτομέρειες δεν φέρνει κανένα αποτέλεσμα.

Στον πόλεμο χρειάζονται ιδέες απλές και συγκεκριμένες.

Ναπολέων Βοναπάρτης, Εγχειρίδιο Πολέμου – 8η αρχή

Ξεφεύγοντας από τις χρόνιες θεωρητικές προβληματικές, οι οποίες αναπαράγονται σχετικά στο ανταγωνιστικό κίνημα, θεωρούμε ότι είναι επιτακτικό σε αυτή τη φάση το ζήτημα της ανάπτυξης του φασισμού στην Ελλάδα, να εξετασθεί με πνεύμα ψυχραιμίας, χωρίς πανικό και απολυτοποιήσεις. Το βασικό ζητούμενο είναι η επεξεργασία μιας πρακτικής, η οποία θα μπορεί αφενός να αποτρέψει την φασιστική ανάπτυξη και αφετέρου μέσα από αυτόν τον αγώνα, να δημιουργήσει ρεύματα πολιτικού και κοινωνικού ριζοσπαστισμού.
Πάνω σε αυτό πιστεύουμε ότι ο αντιφασισμός παλιάς κοπής (’90-00) όσο ηρωικός και αν είναι, δεν πρέπει να γίνει μπούσουλας τόσο για μία συζήτηση, όσο και για συγκρότηση πρακτικής. Η κυρίαρχη ανάγκη σήμερα είναι ο μαχόμενος αντιφασισμός να ξεφύγει από τα όρια μιας ακόμα υποκουλτούρας και να αποκτήσει ευρύτερα μαζικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, με βασικό φορέα τον ίδιο τον κόσμο της εργασίας. Επ’ αυτού έχουμε να καταθέσουμε, χωρίς διάθεση φλυαρίας και θεωρητικολογίας, αλλά με πρακτικό και μαχητικό πνεύμα, τα ακόλουθα:

Ι
Η κρίση δεν γέννησε τον φασισμό. Κομμάτι του παρακράτους, κοινωνικές σχέσεις και μικροαστικά συμφέροντα διαπλεκόμενα με την αστική εξουσία και το παρακράτος, υπήρχαν καθ’ όλη την διάρκεια της μεταπολίτευσης, ενσωματωμένα τόσο στη ΝΔ, όσο και στο ΠΑΣΟΚ.
Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ, ότι ιδιαίτερα μετά το ’90 καλλιεργήθηκε μέσα από το σύστημα μια ολόκληρη τάση αντιδραστικοποίησης στο επίπεδο της μαζικής κουλτούρας, με έντονη προβολή προτύπων εξατομίκευσης, lifestyle, καταναλωτισμού κλπ. Συγχρόνως την ίδια περίοδο το ελληνικό κράτος και κεφάλαιο εκμεταλλευόμενο τις γεωπολιτικές ανατροπές, που επέφερε η διάλυση του ανατολικού στρατοπέδου, ασκεί μια πιο επιθετική πολιτική στην βαλκανική ενδοχώρα και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο προωθεί ρεύματα εθνικισμού και σωβινισμού (θερμό επεισόδιο με Τουρκία το 1987 και πογκρόμ σε Πομάκους, «Μακεδονικό»-εθνικιστικά συλλαλητήρια, Ίμια, κλπ). Αυτή η διαδικασία είναι συνδεδεμένη με την αθρόα εργατική μετανάστευση στην Ελλάδα την ίδια περίοδο. Ένα μαζικό εργατικό δυναμικό εισρέει στη χώρα και ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, η ξενοφοβία συμβάλλουν στο να υποτιμηθεί περαιτέρω, να γίνει πιο φτηνό, τρομοκρατημένο και ελεγχόμενο. Εκείνη την περίοδο οι δολοφονίες και επιθέσεις σε μετανάστες εργάτες ήταν στην ημερήσια διάταξη, είτε αυτές γίνονταν από τα θεσμικά όργανα του κράτους, είτε από τα μικροαφεντικά, είτε από τις «τοπικές κοινωνίες». Μέχρι και το ποδόσφαιρο και η Ολυμπιάδα λίγα χρόνια αργότερα ανέδειξαν ρεύματα και διεργασίες τέτοιου είδους, οι οποίες συνδέονται με την σημερινή φασιστική άνοδο.
Αν σήμερα παρατηρούμε φασιστική άνοδο, αυτό έχει να κάνει με την αποδιάρθρωση των πελατειακών δικτύων, που είχε συστήσει το αστικό κράτος της μεταπολίτευσης και με την γενικευμένη κρίση πολιτικής εκπροσώπησης και διαμεσολάβησης, ως απόρροια της καπιταλιστικής κρίσης. Σε αυτό το πλαίσιο κοινωνικά κομμάτια-φορείς της ακροδεξιάς και του φασισμού, που προηγούμενα καλύπτονταν από τα αστικά κόμματα και τους θεσμικούς μηχανισμούς εξουσίας, τώρα τείνουν να αυτονομηθούν και βρίσκουν στην ΧΑ το πρόσφορο πεδίο και μέσο είτε πολιτικής συνδιαλλαγής είτε άσκησης πίεσης προς το κράτος.
Όταν ο καπιταλισμός παρουσιάζει κρίσεις, (όπως η σημερινή κρίση υπερσυσσώρευσης) για να συνεχίσει την αναπαραγωγική του διαδικασία, πρέπει να συσσωρεύσει κεφάλαια. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων. Έτσι το καπιταλιστικό κράτος δεν προασπίζεται πλέον τα συμφέροντα των μικροαστών. Αυτό έχει ως συνέπεια την διάρρηξη των σχέσεων εκπροσώπησης και ενσωμάτωσης των μικρο/μεσο-αστικών στρωμάτων στον παραδοσιακό αστικό κοινοβουλευτισμό. Στην Ελλάδα λόγω των δοσμένων παραγωγικών σχέσεων και του μεγάλου ποσοστού μικροιδιοκτησίας, αυτή η τάση είναι πιο έντονη. Πάνω σε αυτό ακριβώς το σημείο το κράτος και το κεφάλαιο πλασάρει τον φασισμό, προκειμένου αυτά τα κοινωνικά κομμάτια να μείνουν εντός των ορίων του συστήματος και να μην οσμωθούν με τον πολιτικό και κοινωνικό ριζοσπαστισμό.
Το εκ μέρους του κράτους και του κεφαλαίου πολιτικό πλασάρισμα του φασισμού δεν περνάει μόνο μέσα από την ΧΑ, αλλά και μέσα από δίκτυα, πολιτικούς και επιχειρηματικούς παράγοντες και πολιτικές πτέρυγες, οργανικά συνδεδεμένες με τον παραδοσιακό αστισμό (βλ. Μαρινάκη, τηλεοπτικά κανάλια – Κόντρα – Έξτρα κλπ, εφημερίδες – Δημοκρατία – Πρώτο Θέμα – Παραπολιτικά – Ελλάδα κλπ, Φάηλο Κρανιδιώτη, Δένδια, τα λεγόμενα «ακροδεξιά σταγονίδια» στη ΝΔ, κόλπους της αστυνομίας, εκκλησίας και του στρατού κλπ).
Υπ’ αυτές τις συνθήκες το κράτος αξιοποιεί την φασιστική ανάπτυξη, προκειμένου να αποκρυσταλλώσει στη συγκρότηση και τη λειτουργία του πιο αυταρχικά και κατασταλτικά χαρακτηριστικά, που θα του επιτρέψουν να περιθωριοποιήσει και να τσακίσει την όποια ανταγωνιστική απειλή και κίνηση. Σε αυτήν την κατεύθυνση προωθείται εκτεταμένα από την κυρίαρχη προπαγάνδα και τον κυρίαρχο λόγο το αντιδραστικό και κατασταλτικό ιδεολόγημα «της θεωρίας των δύο άκρων» (1). Πρέπει επίσης να έχουμε στο μυαλό μας ότι σε μια απότομη όξυνση της ταξικής πάλης και του κοινωνικού ανταγωνισμού, ο φασισμός θα χρησιμοποιηθεί είτε ως πρώτη γραμμή άμυνας είτε ως χρυσή εφεδρεία συνολικά για τον αστισμό και το κεφάλαιο.

ΙΙ
Συνάμα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο φασισμός συνδέεται και με επιδιώξεις του κράτους και του κεφαλαίου που αφορούν με άμεσο τρόπο την διαδικασία καπιταλιστικής συσσώρευσης μέσα σε συνθήκες κρίσης.
Ενδεικτικό γι’ αυτό είναι η προσπάθεια της ΧΑ να εισβάλει σε εργασιακούς χώρους και συνδικάτα. Η παρουσία του φασισμού στην διαδικασία άμεσης παραγωγής εξασφαλίζει για το κεφάλαιο την υποτίμηση και την υποβάθμιση της εργασίας και της εργατικής δύναμης, την ολοένα και περισσότερο τυπική υπαγωγή της στο κεφάλαιο, τον ολοκληρωτικό της έλεγχο και πειθάρχηση. Μην ξεχνάμε ότι πρώτα απ’ όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Γ΄ Ράιχ ήταν στρατόπεδα εργασίας, εξ ου και το σύνθημα στην πύλη του Άουσβιτς «η εργασία απελευθερώνει».

ΙΙΙ
Δεν πρέπει να ταυτίζονται τα συντηρητικά χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας με τα αμιγώς φασιστικά χαρακτηριστικά. Κι αυτό γιατί ο κοινωνικός και πολιτικός συντηρητισμός στην Ελλάδα είναι δημιούργημα μιας σύνθετης και εν πολλοίς αντιφατικής ιστορικής πορείας, η οποία ξεκινά από την ίδια την ίδρυση του ελλαδικού έθνουςκράτους και συνεχίζεται μέσα από τομές μέχρι και σήμερα (βλ. Μεγάλη Ιδέα, δικτατορία Μεταξά, αντικομμουνισμός, εθνικοφροσύνη, το ιδεολόγημα της «ισχυρής Ελλάδας», πατριαρχία, ρατσισμός, μισαλλοδοξία κ.ο.κ.).
Έτσι κι αλλιώς όλες οι ταξικές κοινωνίες είναι συντηρητικές, στο βαθμό που οι κυρίαρχες ιδέες και οι αντιλήψεις είναι προϊόντα των ίδιων των παραγωγικών σχέσεων, οι οποίες για να νομιμοποιηθούν, επενδύονται της μορφής της ιδέας.
Με αυτήν την έννοια οι πολιτικοί δογματισμοί και αγκυλώσεις, που συνοδεύουν μια ψευτο-επαναστατική ρητορεία περί «καθαρότητας» της ταξικής γραμμής πρέπει να επανεξετασθούν, προς όφελος μιας αντίληψης, η οποία θα προκρίνει την ανάγκη για πιο πλατιά αντεπίθεση στο πεδίο των ιδεών και της κουλτούρας, αξιοποιώντας μια πιο κατανοητή για τις μάζες γλώσσα και εκλαϊκευμένη επιχειρηματολογία.
Με άλλα λόγια και πιο απλά λέμε ότι ο αντιφασισμός είναι ταξικός αγώνας (2), ωστόσο για να είναι νικηφόρος, ίσως να χρειαστεί να αξιοποιήσει και άλλες αντιθέσεις μέσα στην κοινωνία και την πολιτική σφαίρα. Κι αυτό διότι στον αντιφασιστικό αγώνα, πρέπει να επιδιώκουμε να στρατεύσουμε, πέρα από το προλεταριάτο, που είναι και το βασικό υποκείμενο και φορέας του αντιφασισμού, και άλλα κοινωνικά κομμάτια (νεολαία που δεν εργάζεται, φοιτητές, μη ξεπουλημένη διανόηση, αυτοαπασχολούμενους κα), τα οποία λόγω της ίδιας της ταξικής τους θέσης και των κοινωνικών σχέσεων στις οποίες εμπλέκονται, δεν αντιλαμβάνονται την εργατική πάλη ως πρωτεύον ζήτημα. Συνεπώς, προκειμένου να τραβηχτούν στον αντιφασισμό αυτά τα κοινωνικά κομμάτια, πρέπει να αναδείξεις και να αξιοποιήσεις μία πληθώρα και γκάμα ζητημάτων, τα οποία δεν συνδέονται άμεσα με την βασική αντίθεση εργασία-κεφάλαιο, αλλά συνδέονται με την αντίθεση φασισμός-αντιφασισμός, όπως επί παραδείγματι aπό το ότι τίθεται ζήτημα δημοκρατικών δικαιωμάτων και λαϊκών ελευθεριών μέχρι το ότι η ΧΑ είναι πολεμοκάπηλη και συνδεδεμένη με ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς για προβοκάτσιες, οι οποίες πιθανόν να σταθούν αφορμή είτε για περαιτέρω καταστολή είτε για πολεμικές «εθνικές εξορμήσεις».

ΙV
Η ΧΑ δεν έχει ακόμα δημιουργήσει διαδικασίες μαζικού κινήματος, σε ανεξαρτησία από τις αγκαλιές του κράτους. Προωθεί έναν μύθο βίας και μια αναπαράσταση ισχύος (τηλεοπτικά και επικοινωνιακά σμιλευμένη μέχρι στιγμής), η οποία όμως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (3). Παρ’ όλ’ αυτά πρέπει να εκτιμηθεί η δυνατότητά της να συγκροτεί επιτελικό σχέδιο, στον τρόπο που παρεμβαίνει και δημιουργεί ζώνες και εστίες στο λεκανοπέδιο και στην επαρχία. Επίσης πρέπει να εκτιμήσουμε ότι η ΧΑ προσπαθεί να παρεμβαίνει πάνω σε υπαρκτά λαϊκά προβλήματα (σίτιση, ανεργία κλπ), προβαίνοντας έτσι σε συμβολικές δράσεις, τις οποίες προπαγανδίζει και αναδεικνύει επικοινωνιακά και τηλεοπτικά.
Σε αυτούς τους άξονες η πρακτική της μπορεί να κωδικοποιηθεί ως εξής:
-Δεν ριψοκινδυνεύει ποτέ σύγκρουση που μπορεί να βγει ηττημένη.
-Δημιουργεί μεθοδικά ζώνες δικές της, εκμεταλλευόμενη στο έπακρο τις δυνατότητές της, χωρίς στην πράξη να έρχεται σε άμεση αντιπαράθεση.
– Ένα σχολείο, μία παρέα, μία οπαδική θύρα, μία γειτονιά, ένας χώρος δουλειάς, μπορεί για την ΧΑ να είναι σημείο παρέμβασης, ακολουθώντας συγκεκριμένα βήματα, χωρίς τυμπανοκρουσίες και φανφάρες.

V
Για τη ανάγκη δημιουργίας ενός αποτελεσματικού λαϊκού αντιφασιστικού λόγου:
Δεν πρέπει να υποτιμώνται ως δήθεν λαϊκισμός, τα μεμονωμένα, εκλαϊκευμένα και απλουστευμένα συνθήματα, που απαντούν, βασισμένα στην μέση εμπειρία του μέσου εργαζόμενου, άμεσα και χωρίς πολλή σκέψη στην φασιστική ρητορεία στη σφαίρα του δημόσιου λόγου.
Τα νεφελώδη επιχειρήματα του αστικού και μικροαστικού «κοσμοπολιτισμού», που στοιχίζονται επί της ουσίας με τις τέσσερις ελευθερίες του Μαάστριχτ (4), τον νεοφιλελευθερισμό και την Συνθήκη Δουβλίνο, δεν απαντούν έτσι κι αλλιώς σε κανέναν, όπως επίσης δεν απαντούν οι επί δεκαετίες αριστερές εκκλήσεις στον «Έλληνα» νοικοκυραίο μικροϊδιοκτήτη. Είναι δεδομένο ότι η μετανάστευση και η προσφυγιά αναπαράγεται και διευρύνεται μέσα από την ίδια τη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας και του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Με αυτήν την έννοια δεν υπάρχει καπιταλισμός χωρίς μετανάστευση και αυτό είναι μια συνθήκη αντικειμενική, η οποία θα οξύνεται, όσο προχωράει η διαδικασία διεθνοποίησης του κεφαλαίου και της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς. Από αυτό συνεπάγεται ότι ο αντιφασιστικός και αντιρατσιστικός αγώνας δεν είναι ένα καθήκον, με το οποίο επιφορτίζονται οι μετανάστες και οι κοινότητές τους και οι υπόλοιποι συνδράμουν επικουρικά. Απεναντίας οι μετανάστες και τα συλλογικά τους όργανα πρέπει να εντάσσονται οργανικά σε αυτήν την διαδικασία, όπως κάθε κομμάτι των από κάτω. Υποκείμενο του αντιφασισμού είναι το ίδιο το υποκείμενο της επαναστατικής πάλης, το οποίο μέσα από την πολλαπλότητά του αλλά και την ομοιογένειά του, μπορεί να γίνει ο φορέας μετασχηματισμού της κοινωνίας. Ιδιαίτερα στον αντιφασιστικό αγώνα πρέπει να στρατευθούν όχι από σκοπιά αλληλεγγύης και μόνο, αλλά να τον κάνουν και δική τους υπόθεση, τα κομμάτια εκείνα του ελλαδικού (5) προλεταριάτου, των οποίων η ένταξή τους στην παραγωγή , η κουλτούρα τους και τα κοινωνικοπολιτισμικά τους χαρακτηριστικά μπορούν να εκπληρώσουν προϋποθέσεις για τη συγκρότηση ενός ηγεμονικού κοινωνικού μπλοκ των από κάτω.
Τα επιχειρήματα του αντιφασισμού πρέπει να είναι σαφή, στοχευμένα, απλά και ξεκάθαρα: Να αναδεικνύουν το τι θα σηματοδοτήσει στο σύνολο της ζωής του κάθε εργαζόμενου η φασιστική άνοδος και τι σηματοδοτεί ήδη (ένταση αυταρχισμού, δούρειος ίππος για να μειωθούν περαιτέρω τα μεροκάματα, μετατροπή των λαϊκών γειτονιών σε ζώνες ελεγχόμενες από μαφίες και οργανωμένο έγκλημα, σχέδια για εμφύλιο ανάμεσα στους φτωχούς, κοινωνικό κανιβαλισμό, ενδοταξικές φυλετικές ταραχές, πολεμοκαπηλία).
Πάνω στο ζήτημα της συγκρότησης αντιφασιστικού λόγου και συνθηματολογίας, πρέπει να πούμε, ότι βασικός άξονας, είναι η προσπάθεια αποκάλυψης του ταξικού-εκμεταλλευτικού χαρακτήρα, που έχουν τα ιδεολογήματα της «εθνικής ενότητας», η οποία χωράει μόνο όσους έχουν συμφέρον από την διαιώνιση της φτώχειας, της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Απέναντι στην «εθνική ενότητα», που προωθούν το κράτος, οι φασίστες, τα αφεντικά, οι πλούσιοι, όλα τα χαϊδεμένα παιδιά του συστήματος, πρέπει να αντιπαραβληθεί και να αντιπαρατεθεί η ενότητα των φτωχών, των ανέργων, των εργαζομένων, όλων των εκμεταλλευόμενων, ανεξάρτητα από εθνικότητα, θρήσκευμα, φύλο, χρώμα δέρματος.
Πρέπει να τονίσουμε, ότι τα μέτρα εξαθλίωσης που πάρθηκαν, πάρθηκαν ακριβώς στο όνομα της «εθνικής ενότητας» και της «σωτηρίας της πατρίδας», ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, που αύριο θα καλέσουν τα παιδιά της εργατικής τάξης να γίνουν κρέας για τα κανόνια στο όνομα πάλι των «εθνικών στόχων». Σε αυτήν την περίπτωση το πολεμικό ταμπούρλο θα χτυπάει στο τέμπο που θα δίνουν οι φασίστες και οι κάθε λογής εθνικιστές. Η μικρότερη ή μεγαλύτερη αποδοχή από τους εργαζόμενους των «εθνικών στόχων» και της «εθνικής ενότητας» μόνο νέα δεινά και βάσανα θα φορτώσει σε αυτούς, την ίδια στιγμή που αυτοί, οι οποίοι διακηρύττουν την «σωτηρία του έθνους», θα πλουτίζουν εις βάρος του ιδρώτα και του αίματος των πολλών.

VI
Ιδιαίτερης βαρύτητας και προβληματισμού ζήτημα είναι το ζήτημα των οργανικών συνδέσεων της ΧΑ με το οργανωμένο έγκλημα (6). Η ειρωνεία είναι, ότι την ίδια στιγμή, που συνεχώς αποκαλύπτονται αυτές οι συνδέσεις, η ΧΑ έχει καταστήσει το ζήτημα της «ασφάλειας» και της «εγκληματικότητας» προνομιακό πεδίο για τη διάχυση του λόγου και της πρακτικής της. Άλλωστε το ζήτημα της «ασφάλειας» ήταν και είναι ο ευνοϊκός χώρος για τον φασισμό και το κράτος.
Το ανταγωνιστικό κίνημα πρέπει να ξεκαθαρίσει ότι το σε τι συνθήκες ζει σήμερα ο εργαζόμενος της Μητρόπολης, δεν είναι κάτι που του είναι ξένο ή αδιάφορο. Επί της ουσίας η πάλη ενάντια στο οργανωμένο έγκλημα, είναι πάλη για την επανοικειοποίηση του δημοσίου χώρου από τους από κάτω, είναι πάλη για την «απελευθέρωση εδαφών» μέσα στην Μητρόπολη, προκειμένου να μπορεί ο σύγχρονος προλετάριος να ικανοποιεί τις ανάγκες και τις επιθυμίες του, χωρίς την επιτήρηση, τον έλεγχο και την απειλή της αστυνομίας και της μαφίας.
Συνεπώς, οι ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης στις υποβαθμισμένες περιοχές της Αθήνας και όχι μόνο, είναι ταξικό διακύβευμα. Και ιστορικά, αν το μελετήσουμε, θα δούμε ότι οι Μαύροι Πάνθηρες, τα λατινοαμερικάνικα αντάρτικα, τα εθνικοαπελευθερωτικάαντιϊμπεριαλιστικά κινήματα των λαών του Γ΄ Κόσμου, το αυτόνομο ταξικό κίνημα, πάντα ανέπτυξαν λόγο και πρακτική γι’ αυτό το ζήτημα και δεν δίστασαν, όταν είχαν την δύναμη, να έλθουν σε άμεση αντιπαράθεση με το οργανωμένο έγκλημα.

VII
Η έκβαση του αντιφασιστικού αγώνα είναι άμεσα, οργανικά και αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την γενικότερη πάλη για κοινωνική απελευθέρωση. Οι φασίστες, αλλά και η πρωτόλεια διαδικασία κοινωνικού εκφασισμού, θα αποδυναμώνονται και θα απομονώνονται από τις μάζες των από κάτω, στο βαθμό που οι τελευταίες θα αναπτύσσουν αγώνες για τις ανάγκες τους, στο βαθμό που θα αποσπώνται από την επιρροή της κυρίαρχης ιδεολογίας και πολιτικής, στο βαθμό που θα τραβιούνται στο πρόταγμα οικοδόμησης μιας άλλης κοινωνίας.
Με αυτήν την έννοια ο αντιφασιστικός αγώνας δεν είναι έργο μιας πράξης, χρειάζεται επιμονή και υπομονή, σχέδιο, ευελιξία, απαραίτητες τακτικές προσαρμογές, που θα πρέπει να παίρνουν υπόψη τους γενικότερους συσχετισμούς δύναμης και μία συνολικότερη στρατηγική. Προκειμένου να ικανοποιηθούν όλα αυτά, το βάρος πέφτει περισσότερο στην οργανική σύνδεση του αντιφασισμού με την κοινωνία και τους εργαζόμενους και λιγότερο στους αυτοσχεδιασμούς και τις εκλάμψεις των «ειδικών του αντιφασισμού» και των «επαγγελματιών του αντιρατσισμού».
Με αυτήν την έννοια σε άμεσο πρακτικό πολιτικό επίπεδο πρέπει να παρθούν και να στηριχθούν πρωτοβουλίες για τη συγκρότηση ενιαίου αντιφασιστικού κέντρου, που θα επιφορτισθεί με το καθήκον να παράξει σύμφωνα με τα παραπάνω πολιτικό αντιφασιστικό λόγο και να συντονίσει τον μαχόμενο αντιφασισμό στην πόλη, στη λογική οικοδόμησης πολιτικών και κοινωνικών αντιφασιστικών συμμαχιών.

(1) Όταν το κράτος αναφέρεται σε «άκρα» δεν αντιδιαστέλει απλά και μόνο δύο πολιτικούς χώρους, πχ ΧΑ-α/α ή ΧΑ-ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ , αλλά ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές, τσουβαλιάζοντας από το δικαίωμα στην συνάθροιση, την απεργία και την διαδήλωση μέχρι την επαναστατική οξυμένη (αντι-)βία, οι οποίες στην αντίληψή του εκφεύγουν των ορίων της «έννομης τάξης» και του «κράτους δικαίου».
(2) Με τον όρο ταξικό αγώνα δεν εννοούμε μία ιδεολογική και εν τέλει ιδεαλιστική αναπαράσταση της πάλης μιας δήθεν απόλυτα ομοιογενούς εργατικής τάξης. Συνεπώς η ταξικότητα του αντιφασιστικού αγώνα δεν αναδεικνύεται μέσα από μια ποδοσφαιρικού τύπου αναμέτρηση ανάμεσα σε δύο τάξεις, αλλά (και) μέσα από την προσπάθεια το προλεταριάτο να συμμαχήσει με άλλα στρώματα με αντιφασιστικό χαρακτήρα, να τα στρατεύσει σε αυτόν τον αγώνα, φροντίζοντας συνεχώς να κατακτά μέσα στην ίδια την πάλη και όχι μέσα από διακηρύξεις τον ηγεμονικό του και πρωτοπόρο ρόλο.
(3) Η εκτίμησή μας αυτή δεν είναι απόλυτη. Η επιχειρησιακή ικανότητα και δυνατότητα της ΧΑ και του φασισμού είναι κάτι ρευστό και δυναμικό, που θέλει συνεχή παρακολούθηση και επαγρύπνηση. Σε κάθε περίπτωση άκρως ανησυχητικό είναι το φαινόμενο της ολοένα και μεγαλύτερης (απ’ ό, τι φαίνεται) κατοχής όπλων από τους φασίστες.
(4) Ελευθερία κίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων, εργαζομένων και υπηρεσιών
(5) Χρησιμοποιούμε τον όρο ελλαδικό προλεταριάτο και όχι ελληνικό, για να καταδείξουμε ότι το προλεταριάτο δεν είναι προσδιορισμένο εθνικά, αλλά στην προκειμένη περίπτωση εδαφικά.
(6) Όταν λέμε οργανωμένο έγκλημα σε καμία περίπτωση δεν εννοούμε την μικροπαραβατικότητα του απελπισμένου και εξαθλιωμένου πληβείου. Εννοούμε το έγκλημα ως πεδίο παραγωγής και αναπαραγωγής εμπορευματικής ανταλλακτικής αξίας και ως μηχανισμό αυτό-αξιοποίησης του κεφαλαίου, του οποίου η βαρύτητα συνολικά για το κεφάλαιο αποκτά ιδιαίτερο ρόλο και σημασία σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης. Με αυτήν την έννοια το οργανωμένο έγκλημα είναι η άλλη όψη της εξουσίας, είναι σύμφυτο με την νόμιμη και θεσμοποιημένη εκμετάλλευση που κάνει το κεφάλαιο, είναι μια από τις πιο επικερδείς καπιταλιστικές μπίζνες.

Kόκκινη Γραμμή-Ομάδα για την Εργατική Αντεπίθεση

12/2012