Καινούριες συνθήκες-Καινούρια καθήκοντα. Σημειώσεις για μια νικηφόρα αντιφασιστική στρατηγική

Yπάρχει η πολιτική, πρακτική και θεωρητική ανάγκη όλα τα κομμάτια και οι φορείς του ανταγωνιστικού κινήματος να ενσκήψουν και να αποτιμήσουν κριτικά και αυτοκριτικά την όλη πείρα, η οποία έχει συσσωρευθεί τα τελευταία δύο χρόνια σχετικά με την αντιπαράθεση με τον φασισμό. Οι συνθήκες και οι καταστάσεις δεν είναι ίδιες με τον Μάιο του 2012, όταν και η ΧΑ κατάφερε να εισέλθει στο κοινοβούλιο. Σε αυτά τα πλαίσια επανερχόμαστε με νέο κείμενο ύστερα από το πρώτο μας κείμενο (τέλη 2012) με τίτλο «Σημειώσεις για μια νικηφόρα αντιφασιστική στρατηγική». Το παρόν κείμενο αποτελεί συνέχεια, επικαιροποίηση, συμπλήρωση και αναπόσπαστο κομμάτι του προηγούμενου. Το κάνουμε αυτό, όχι γιατί οι εκτιμήσεις μας σε γενικές γραμμές δεν επιβεβαιώθηκαν ή επειδή τις αναθεωρήσαμε, αλλά επειδή η ίδια η πραγματικότητα, έτσι όπως εκτυλίχθηκε μετά την δολοφονία του ΠΦ, διαμόρφωσε και διαμορφώνει καινούριες συνθήκες-καινούρια καθήκοντα.

Ι. Μία βασική εκτίμηση
Εκτιμάμε μέσα από την εμπειρική και πολιτική εξέταση της αντιπαράθεσης φασισμού και αντιφασισμού, ότι ο «πολιτικός φασισμός» στη χώρα μας έχει παγιωθεί και εδραιωθεί σε μια μερίδα της κοινωνίας ως αυτοτελές πολιτικό ρεύμα και χώρος, ανεξάρτητα του πόσο ψηλά ή χαμηλά «κάθονται» τα εκλογικά του ποσοστά. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε, ότι το φαινόμενο δεν είναι κάτι προσωρινό ή ευκαιριακό, αλλά θα το έχουμε απέναντι μας για τα επόμενα χρόνια και αυτό θα εκφράζεται σε όλο το εξουσιαστικό-θεσμικόδιαμεσολαβητικό πλέγμα: από την βουλή και την τοπική αυτοδιοίκηση μέχρι την αστυνομία, το στρατό, τα γήπεδα και τα σχολεία. Αντίστοιχα αυτό το ρεύμα θα θέτει στην δημόσια σφαίρα την δική του ατζέντα (αντισημιτισμός-αντισιωνισμός, μετανάστες, δημόσια τάξη, αντικομμουνιστική αναθεώρηση της ιστορίας, εθνικισμός, ρατσισμός, σοβινισμός, πολεμοκαπηλεία κλπ) και με αυτόν τον τρόπο θα επηρεάζει κρατικές επιλογές και πρακτικές.
Μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι η κοινωνική μάζα, η οποία στηρίζει εκλογικά τους φασίστες, έχει διαταξικό χαρακτήρα: περιλαμβάνει τα παραδοσιακά στρώματα της άκρας και εθνικόφρονας δεξιάς στην Ελλάδα με βασικό πυρήνα την αστυνομία και τα σώματα ασφαλείας, τα οποία αποσπάστηκαν από ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, έχει να κάνει με πληβείους σε υποβαθμισμένες εργατικές περιοχές, ενσωματώνει μικρο-αφεντικά που χτυπιούνται από την κρίση, στηρίζεται από κομμάτια του εφοπλιστικού κεφαλαίου, κομμάτια του οργανωμένου εγκλήματος και του υποκόσμου και ιδιαίτερα, στην επαρχία ενσωματώνει κυρίως αγρότεςαφεντικά με παραδοσιακές προνομιακές σχέσεις με το κράτος. Ωστόσο δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μια διαδικασία οργανικής σύνδεσης της παραδοσιακής αστικής ελίτ των τελευταίων 20 χρόνων (Μπόμπολας, Κόκκαλης, Βαρδινογιάννης, Λάτσης, Μυτιληναίος, Αγγελοπουλαίοι κλπ, τραπεζικό-χρηματιστικό κεφάλαιο) με την ΧΑ, όπως αντίστοιχα δεν μπορούμε να πούμε ότι η ΧΑ έχει κάποια ηγεμονική-πλειοψηφική παρουσία στον κόσμο της μισθωτής εργασίας, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν δίαυλοι επικοινωνίας της και με τους αστούς και με εργατικά κομμάτια.
Η παραπάνω διαπίστωση για την κοινωνική σύνθεση των υποστηρικτών της ΧΑ μας επιτρέπει να πούμε ότι για την αναπαραγωγή της επιδρούν και παράγοντες πολιτισμικοί, πολιτικής κουλτούρας και μόρφωσης, οι οποίοι έχουν να κάνουν με την ιστορική πολιτική καθυστέρηση (1), η οποία χαρακτηρίζει το ελληνικό κράτος και μπλοκ εξουσίας. Από την άλλη όμως και από καθαρά ταξική σκοπιά επιβεβαιώνεται η κριτική ότι ο φασισμός συνιστά την προμετωπίδα της καπιταλιστικής επίθεσης, την πιο στυγνή, απάνθρωπη και βάρβαρη μορφή καπιταλιστικής εξουσίας.
Οι πρόσφατες ευρωεκλογές μας οδηγούν στην παρατήρηση, ότι η Χ.Α έχει ενισχύσει την θέση της εντός του «βαθέος» κράτους. Αυτό φανερώνεται με την εκλογή ως ευρωβουλευτών πρώην υψηλών στρατιωτικών στελεχών και την διατήρηση των μεγάλων εκλογικών ποσοστών της στις δυνάμεις καταστολής και στα σώματα ασφαλείας. Επίσης γίνονται προσπάθειες για ενίσχυση της θέσης και της προπαγάνδας της στο κοινωνικό και εκλογικό σώμα με έκδοση νέων εφημερίδων (ΕΜΠΡΟΣ,ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ) και αξιοποίηση διαδικτυακών προπαγανδιστικών μέσων. Σε αυτόν τον άξονα εντάσσονται οι πληροφορίες στον τύπο ότι η ΧΑ κατά καιρούς συνομιλεί και συνδιαλέγεται με καναλάρχες.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι η ΧΑ τροφοδοτείται και από τα υπό ανάπτυξη ακροδεξιά-εθνικιστικά ρεύματα και κινήματα στην Ευρώπη. Η ανάδειξη του Εθνικού Μετώπου της Λεπέν σε 1ο κόμμα στις ευρωεκλογές, οι μαζικές ακροδεξιές κινητοποιήσεις στη Γαλλία ενάντια στο γάμο των ομοφυλοφίλων στα 2013, η ευρεία συμμετοχή φασιστών σε λαϊκές κινητοποιήσεις στην Ιταλία, η εκλογή ευρωβουλευτή από το γερμανικό NPD, η ακροδεξιά κυβέρνηση της Ουγγαρίας και άλλα τέτοια φαινόμενα, αντικειμενικά ευνοούν την ΧΑ, νομιμοποιούν σε πιο μεγάλα τμήματα του πληθυσμού την ακροδεξιά και ρατσιστική ρητορεία.
Ειδική μελέτη (και για λόγους οι οποίοι δεν σχετίζονται άμεσα με τη ΧΑ) χρήζει το ζήτημα της «Ουκρανίας» και δη η συμμετοχή των φασιστών στην προηγούμενη πραξικοπηματική κυβέρνηση του Κιέβου, οι πολιτικοί τους ελιγμοί και η παραστρατιωτική-παρακρατικήτρομοκρατική δράση των δυνάμεων του «Δεξιού Τομέα» και του «Σβόμποντα». Από την άλλη θα πρέπει να τονίσουμε ότι στις πρόσφατες εκλογές στην Ουκρανία οι δυνάμεις αυτές δεν συγκέντρωσαν σοβαρά εκλογικά ποσοστά, καθώς κινήθηκαν συνολικά γύρω στο 10%.
Τέλος θα πρέπει να επισημάνουμε το γεγονός ότι η ΧΑ έχει πάρει σαφή θέση, τουλάχιστον ρητορικά, αναφορικά με τις γεωπολιτικές επιλογές του ελληνικού καπιταλισμού, προωθώντας ρητά την πρόσδεση της Ελλάδας στο άρμα της πουτινικής Ρωσίας και της λεγόμενης ευρασιατικής γεωπολιτικής στρατηγικής. Πρόκειται όμως για ένα ζήτημα, το οποίο χρήζει συνεχούς παρακολούθησης, καθ’ όσον δεν έχουμε καμία αυταπάτη ότι η ΧΑ ειδικά σε αυτό το κεφαλαιώδες ζήτημα θα διαφοροποιηθεί από τις επιλογές των εγχώριων αφεντικών της. Εξ άλλου και ο Μεταξάς στα 1936 ως δήθεν «αντι-άγγλος» και «φιλο-μουσολινικός» εμφανιζόταν, αλλά στις κρίσιμες στιγμές έκανε ό,τι τον διέταξε η Αγγλία.

ΙΙ. Η κατάσταση του αντιφασιστικού ρεύματος-Το ορόσημο της 17/9/2013
Τα όσα επακολούθησαν μετά την πολιτική δολοφονία του ΠΦ συνιστούν από πολιτική άποψη μια καινούρια κατάσταση, η οποία επέβαλλε και επιβάλλει και νέα καθήκοντα. Με τις παρακάτω γραμμές θα προσπαθήσουμε να συγκροτήσουμε μια γραμμή ανάλυσης για αυτήν την κατάσταση:
-Από αρχές Σεπτεμβρίου 2013 ξεδιπλώθηκε εκ μέρους της ΧΑ μια στρατηγική κλιμάκωσης και κορύφωσης της δράσης της με βασικό άξονα την παρουσία της στις Θερμοπύλες και στον Μελιγαλά. Η στρατηγική αυτή, η οποία απέφερε οφέλη στην Χ.Α, βρήκε μπροστά της δύο παραδείγματα αντίστασης και αναγκάστηκε να συγκρουστεί μαζί τους. Το πρώτο ήταν το χτύπημα στο ΚΚΕ στο Πέραμα και το δεύτερο ο ίδιος ο ΠΦ. Από εκείνο το βράδυ το κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται.
Είναι η περίοδος, κατά την οποία η ΧΑ δείχνει, ότι κάνει βήματα αυτονόμησης και διεκδικεί καθαρά για λογαριασμό της σημαντικό κομμάτι από την κρατικήεξουσιαστική πίτα. Μάλιστα πρέπει να τονίσουμε ότι με την παρουσία της στον Μελιγαλά η ΧΑ δείχνει και σε σημειολογικό επίπεδο, ότι μετατοπίζει το κέντρο βάρους του ποιόν στοχοποιεί, από τους «αλλοδαπούς λαθρομετανάστες» στον κατ’ εξοχήν «ημεδαπό εχθρό» και πάνω σε αυτόν τον άξονα επιτίθεται από τη σκοπιά του «συνεπούς αντικομμουνισμού» στον «συμβιβασμένο» απέναντι στους αριστερούς αστισμό της ΝΔ.
-Μετά την δολοφονία αναπτύχθηκε αξιοσημείωτη κινητικότητα (πορεία και συγκρούσεις σε Κερατσίνι, επιθέσεις σε γραφεία της ΧΑ σε επαρχία, δεκάδες κινητοποιήσεις), με αποτέλεσμα η μάχη να δίνεται με καλύτερους και πιο μαζικούς όρους. Ωστόσο οι συγκροτημένοι χώροι του ανταγωνιστικού κινήματος φέρουμε ευθύνη για το ότι δεν πήραμε πρωτοβουλία για κεντρικοποίηση της σύγκρουσης (χαρακτηριστικό ότι πορεία στο κέντρο καλέστηκε μια εβδομάδα μετά την δολοφονία από μειοψηφικά κομμάτια και χωρίς να είναι προετοιμασμένη).
-Σε εκείνη τη φάση, αυτό που άλλαξε εντελώς το σκηνικό ήταν η πρωτόγνωρη παρέμβαση του κράτους με τις συλλήψεις ηγετικών στελεχών της ΧΑ και την κίνηση ποινικής δίωξης. Πέρα από την κρατική παρέμβαση, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το οργανωτικό πλήγμα που δέχθηκε η ΧΑ απο την εκτέλεση των 2 μελών των ταγμάτων εφόδου στο Ν.Ηράκλειο.
Το κράτος παρενέβη χάρη στην παρέμβαση του εξωτερικού παράγοντα (2), εξ αιτίας φόβου ρήξης με την αριστερά και κομμάτια αυτής που διαπλέκονται με το κράτος, φόβου για αντιφασιστικές ταραχές και πιθανότητα διεθνοποίησής τους. Επίσης ήταν και μια προσπάθεια της ΝΔ ως διαχειριστή του αστικού κράτους να επανακτήσει τον έλεγχο πάνω στην ΧΑ, η οποία έδειχνε να προσπαθεί να αυτονομηθεί. Μέσα από αυτήν την διαδικασία το κράτος ως θεσμικονομική λειτουργία ανασυγκροτήθηκε και αναβαθμίσθηκε, απέκτησε κατασταλτική τεχνογνωσία και επιχείρησε μια εσωτερική εκκαθάριση των δομών του. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και επανέφερε με μεγαλύτερη οξύτητα την θεωρία των δύο άκρων και τις απειλές στο κίνημα. Από την άλλη δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τα τυχοδιωκτικά και καιροσκοπικά στοιχεία της κυβερνητικής μεθόδευσης με τις ποινικές διώξεις και τις προφυλακίσεις, τα οποία έχουν να κάνουν καθαρά με τις εκλογικές επιδιώξεις της ΝΔ. Η διαπίστωση όμως, την οποία πρέπει να κρατήσουμε ως κόρη οφθαλμού, είναι η οργανική σχέση της ΧΑ όχι μόνο με κομμάτια του κράτους, αλλά και με κομμάτια της ΝΔ. Η υπόθεση «Μπαλτάκου» είναι η καλύτερη τεκμηρίωση γι’ αυτή τη διαπίστωση.
Όλη αυτή η κατάσταση αντικειμενικά δημιουργεί δυνατότητες και καθήκοντα για πιο μαζικό αντιφασισμό, ο οποίος θα γίνεται πιο αποτελεσματικός στο μέτρο που γίνεται πιο κοινωνικός και πιο πολιτικός, στο μέτρο που εμβαθύνει πολιτικά το περιεχόμενο και τις μορφές πάλης του, στο μέτρο που συνδέεται οργανικά με τους ευρύτερους εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες, στο μέτρο που αποκαλύπτει την οργανική σχέση του φασισμού με το κράτος και το κεφάλαιο.
Τους τελευταίους μήνες και δη μετά την ιστορία με τις κρατικές διώξεις, τις προφυλακίσεις κλπ παρατηρούμε ύφεση και υποχώρηση του μαχητικού αντιφασιστικού ρεύματος. Ενώ τις πρώτες ημέρες μετά την δολοφονία του ΠΦ ευρύτερες μάζες νεολαίας και εργαζομένων δραστηριοποιήθηκαν αγωνιστικά, πολύμορφα και μαχητικά στον αντιφασιστικό αγώνα, η κρατική μεθόδευση αποπροσανατόλισε μεγάλο κομμάτι κόσμου με αντιφασιστικά αισθήματα και ευαισθησίες και τον έφερε σε μια κατάσταση εφησυχασμού και χαλάρωσης των μαχητικών του αντανακλαστικών. Εν τέλει το κράτος με έναν σμπάρο έπιασε πολλά τρυγόνια: Αφόπλισε το πλατύ αντιφασιστικό ρεύμα, το οποίο πήγαινε να δημιουργηθεί, ανάγκασε την ΧΑ να οικειοποιηθεί τη σημειολογία της κοινοβουλευτικής νομιμότητας, δημιούργησε στο αμιγώς ποινικό και κατασταλτικό επίπεδο τεχνογνωσία και προηγούμενο, εμφανίσθηκε ως φορέας ενός θεσμικούαστικοδημοκρατικού «αντιφασισμού», την ίδια στιγμή που το ίδιο το κράτος καθημερινά σε όλες τις εκφάνσεις του αυταρχικοποιείται και θωρακίζεται απέναντι στις όποιες απειλές και οικειοποιείται βασικές αιχμές του φασιστικού λόγου.
Αντίστοιχη κατάσταση επικρατεί και στα οργανωμένα κομμάτια του αντιφασισμού: Στην πραγματικότητα δεν έγινε προσπάθεια για δημιουργία κανενός πλατιού αντιφασιστικού ρεύματος, αλλά δημιουργήθηκαν πολλές αντιφασιστικές συσπειρώσεις με ιδεολογική αναφορά (αντεξουσία–αριστερά), οι οποίες διατηρούν και αναπαραγάγουν τις παθογένειες των πολιτικών χώρων, απ’ τους οποίους προέρχονται (3). Όλες αυτές τις αντιφασιστικές συσπειρώσεις τις χαρακτήριζε η αποσπασματική δράση πίσω από τα γεγονότα, τα οποία δημιουργούσε ο αντίπαλος (4). Αυτές οι ελλείψεις των οργανωμένων κομματιών του αντιφασισμού είχαν και έχουν ως αποτέλεσμα να μην μπορεί το αντιφασιστικό ρεύμα να αντιπαρατεθεί εφ’ όλης της ύλης και σε πολιτικό επίπεδο με τη Χ.Α, η οποία έπαιζε και παίζει «μπάλα» και σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Υπήρχε και συνεχίζει να υπάρχει απουσία οποιουδήποτε στρατηγικού σχεδιασμού τόσο στο κεντρικό όσο και στα επιμέρους πεδία.
Σε αυτά τα πλαίσια μετά την δολοφονία δημιουργήθηκαν σε όλη την Ελλάδα δεκάδες αντιφασιστικές ομάδες και συσπειρώσεις, προερχόμενες από την νεολαία και κομμάτια της αριστεράς («αντιφασιστικός συντονισμός» κλπ). Εν τούτοις αυτός ο κόσμος δεν έχει ακόμα μαχητική παρουσία και περιορίζεται σε μια καθαρά προπαγανδιστική και επικοινωνιακή δουλειά.
Ο χώρος του κατ’ επάγγελμα αντιρατσισμού (ΚΕΕΡΦΑ κλπ) έχει αποχωρήσει ακόμα και σαν φυσική παρουσία από τις κινητοποιήσεις, κι αυτό γιατί πλέον η σύγκρουση γίνεται καθαρά πολιτική και ταξική και έχει ξεφύγει προ πολλού από τις μικροαστικές και μεταμοντέρνες ρητορείες για «δικαιώματα», «μειονότητες», «ταυτότητες» κλπ. Η δε πάγια πρακτική της αυτοθυματοποίησης, την οποία προωθεί αυτός ο χώρος, είναι επικίνδυνη και πρέπει να καταγγελθεί, από τη στιγμή που το μόνο που καταφέρνει, είναι να διασπέρνει απογοήτευση, μοιρολατρία και σύγχυση στις γραμμές της αντιφασιστικής πάλης.
Τέλος η πολιτική αριστερά (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) πάλι για λόγους που βαρύνουν αποκλειστικά την ίδια εμφανίζει προβληματική στάση. Ενώ μετά την δολοφονία στήριξαν ανεξάρτητα των ανεπαρκειών τους τις κινητοποιήσεις και σε ένα βαθμό έλαβαν κάποιες πρωτοβουλίες, μετά τις διώξεις…λάμπουν διά της απουσίας τους.
Στο σημείο αυτό και ριψοκινδυνεύοντας ένα κάπως ευρύτερο συμπέρασμα, λέμε ότι η συμβολή και εν μέρει «επιτυχία» του αντιφασιστικού ρεύματος και πρακτικής, που αναπτύχθηκε τα τελευταία δύο χρόνια, συνίσταται στο ότι εμπόδισε αρκετά τον πολιτικό φασισμό να καταστεί κυρίαρχη δύναμη στους δρόμους. Ωστόσο αυτό δεν πρέπει να σημάνει εφησυχασμό, καθώς υπάρχουν ολόκληρες πόλεις και περιοχές, όπως πχ ο Πειραιάς, στις οποίες ο συσχετισμός μάλλον είναι αρνητικός.
Επίσης θα πρέπει να σημειώσουμε ότι μέχρι στιγμής ο μαχητικός-ανατρεπτικός αντιφασισμός αναπτύσσεται εκ των πραγμάτων σε ένα πεδίο, το οποίο είναι διαχωρισμένο από την εκλογική διαπάλη και τους μηχανισμούς, οι οποίοι με οργανικό τρόπο επιδρούν στο εκλογικό αποτέλεσμα. Συνεπώς είναι λάθος και παραπλανητικό να κρίνουμε τον μαχητικό αντιφασισμό από τη σκοπιά των «εκλογικών καθηκόντων» απέναντι στον φασισμό. Η μη λειτουργία του μαχητικού αντιφασισμού στο εκλογικό επίπεδο δεν είναι κάτι κακό, προκύπτει σχεδόν αντικειμενικά από τη συνολική διάταξη και το χαρακτήρα των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Το ίδιο συνέβαινε και σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες του μεσοπόλεμου με εξαίρεση ίσως την Ισπανία και τη Γαλλία, όπου η σοσιαλδημοκρατία συνεργάστηκε εκλογικά με τα ΚΚ (5). Είναι κάτι που δεν πρέπει να μας φοβίζει, ή να μας οδηγεί σε βιαστικά και εσφαλμένα συμπεράσματα. Ο αγώνας ενάντια στον πολιτικό φασισμό δεν είναι ένας διανοητικός αγώνας-αγώνας πειθούς, για το ποιος θα κερδίσει την πλειοψηφία. Δεν είναι ένας αγώνας μανιχαϊστικός, μεταξύ «καλού» και «κακού».
Στον αντιφασιστικό αγώνα (όπως και σε κάθε αγώνα) μετρώνται, δοκιμάζονται και συγκρούονται οι υλικές δυναμικές (με ό,τι περιλαμβάνει αυτή η έννοια) κοινωνικών τάξεων και κοινωνικών υποκειμένων.

ΙΙΙ.Τα καθήκοντα μας: Αντεπίθεση σε όλα τα μέτωπα-Μαζικό κάλεσμα στράτευσης
Η αυταρχικοποίηση του αστικού κράτους, η απροκάλυπτη ακροδεξιά κατεύθυνση της κυβέρνησης, η πλήρης υιοθέτηση της πολιτικής ατζέντας της ΧΑ (άλλωστε η υπόθεση «Μπαλτάκος» μας έδειξε ότι ΝΔ και ΧΑ αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία και ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας συνεχίζουν να υπάρχουν ακόμα και μετά τις διώξεις), η συνεχής αλλαγή του υλικού συντάγματος του αστικού κράτους σε όλο και πιο κατασταλτικές κατευθύνσεις, κάτι που εκφράζεται από την αντιμετώπιση των εργατικών αγώνων και τις προωθούμενες αλλαγές στις φυλακές μέχρι τα κέντρα κράτησης, η οξυμένη επανεργοποίηση της μηχανής του ιμπεριαλιστικού πολέμου (Ουκρανία, Συρία, Ιράκ) και η παγίωση του φασισμού, μετά και τις τελευταίες εκλογές, ως πολιτικού ρεύματος σε ένα σημαντικό κοινωνικό κομμάτι, μας οδηγεί στην ανάγκη ξεπεράσματος του μονόπαντου «αντιχρυσαυγιτισμού» και στην προσπάθεια αναχαίτισης του ευρύτερου φασιστικού ρεύματος, όπως αυτό εκφράζεται κατά κόρον μέσα από το επίσημο κράτος. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πάψουμε να αναδεικνύουμε το ρόλο της ΧΑ ως προμετωπίδα του κοινωνικού και πολιτικού εκφασισμού ή ότι θα πάψει η καθημερινή πάλη για την διεκδίκηση «ζωτικού χώρου» στην μητρόπολη. Από την στιγμή όμως, που το ρεύμα του εκφασισμού διαπερνά μεγάλο μέρος του πολιτικού φάσματος, ο μαχόμενος αντιφασισμός δεν πρέπει να περιοριστεί σε μια μάχη δυο αντιμαχόμενων «συμμοριών», αλλά οφείλει να δημιουργήσει κοινωνικά αναχώματα και να αναζητήσει άμυνες και σημεία αντεπίθεσης σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής πραγματικότητας (εργασία, κοινωνική αναπαραγωγή, πολιτισμός).
Σε αυτόν τον άξονα σημαντικό και εδικής τάξεως ζήτημα είναι και η δημιουργία υποδομών, ώστε το αντιφασιστικό κίνημα να βρίσκεται στην καλύτερη δυνατή θέση, όταν κληθεί να δώσει την αποφασιστική μάχη.
Συνεπώς:
-Χρειάζεται η συλλογική επεξεργασία, σχεδιασμός και εξειδίκευση μιας μακρόπνοης πολιτικής στρατηγικής αντιπαράθεσης με τον φασισμό: Αυτό έχει να κάνει με την απόκρουση των ιδεολογημάτων και των αντιλήψεων, που αναπαράγουν το φασιστικό ρεύμα (δήθεν ότι το μνημόνιο γέννησε τον φασισμό, δήθεν ότι η Ελλάδα είναι κατεχόμενη χώρα και ότι το «Δ΄ Ράιχ» μας έχει βάλει στο μάτι, «για όλα φταίνε οι εβραίοι», «οι κομμουνιστές κλπ είναι προδότες» κλπ). Να καταδείξουμε τον βαθιά ριζωμένο σε κοινωνικά κομμάτια συντηρητισμό-να αντεπιτεθούμε με την ηθική, πολιτική και πολιτισμική υπεροχή του προλεταριακού διεθνισμού και της ταξικής αλληλεγγύης απέναντι στα εθνικιστικά, αντισημιτικά και σοβινιστικά παραμύθια. Να προβάλλουμε ειδικά μέσα στους κόλπους της νεολαίας την υπεροχή και την ανωτερότητα της ριζοσπαστικής κουλτούρας, τις πολιτισμικές και βιοπολιτικές συνεπαγωγές του χειραφετητικού προτάγματος κόντρα στον φασιστικό και αστικό σκοταδισμό, κανιβαλισμό και εξαχρείωση.
-Αυτή η προσπάθεια πρέπει να στοχεύει στην απόλυτη περιθωριοποίηση και απομόνωση του υποστηρικτή της ΧΑ. Να ασκήσει ο κόσμος ασφυκτική πίεση (πολιτική, κοινωνική, έμπρακτη) στους δήθεν παραπλανημένους ψηφοφόρους της ΧΑ. Να επανεργοποιήσουμε τον κόσμο, ο οποίος έχασε ή χαλάρωσαν τα αντανακλαστικά του. Να σπάσουμε τον φόβο. Να θέσουμε τον καθένα προ των ευθυνών του.
– Να καταδείξουμε ότι η πάλη κατά του φασισμού είναι πάλη κατά της κρατικής καταστολής και αυταρχισμούείναι αγώνας για το με τι υλικούς όρους θα διεξάγεται η ταξική πάλη και ο κοινωνικός ανταγωνισμός.
-Επεξεργασία σχεδίου για την απομόνωση και εκδίωξη των φασιστών από τους εργασιακούς χώρους και από τις μαζικές οργανώσεις. Ειδική δουλειά για σχολεία και γήπεδο.
-Να αναδείξουμε την αναγκαιότητα οι από κάτω να αποκτήσουν μια αυτόνομη πολιτική στρατηγική, η οποία θα πραγματεύεται με επαναστατικόανατρεπτικό τρόπο το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας και της κοινωνικής διεύθυνσης. Αυτό είναι και ο βασικός όρος για το τσάκισμα του φασισμού.
-Να αντισταθούμε στο ξαναγράψιμο της ιστορίας από τους φασίστες. Να προβάλουμε πλατιά στους εργαζόμενους και τη νεολαία τους ηρωικούς αγώνες των κομμουνιστών, των επαναστατών και των δημοκρατών για να ηττηθεί ο φασισμός.
-Να σπάσουμε αυταπάτες και φρούδες ελπίδες ότι δήθεν ο φασισμός μπορεί να νικηθεί μέσα από την αλλαγή των εκλογικών και κοινοβουλευτικών συσχετισμών.
– Να συνδεθούμε με την απείθαρχη νεολαία που έχει τη διάθεση να δώσει την αντιφασιστική μάχη και το έχει αποδείξει.
Ξεκαθαρίζουμε με την ευκαιρία ότι στην κοινωνία δεν υπάρχουν δύο άκρα, αλλά μόνο ένα. Αυτό είναι η τάξη των καταπιεστών, είναι ο παρασιτισμός ενός καπιταλισμού που σαπίζει. Απέναντι σε αυτό και μόνο το άκρο ορθώνεται η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία της προλεταριακής εργασίας και των συμμάχων της. Οι εργαζόμενοι και οι επαναστάτες δεν είναι ακραίοι, είναι ο μόνος φορέας προόδου σε ένα σύστημα που μέρα με τη μέρα προωθεί τον σκοταδισμό. Έχει ευθύνη η αριστερά και όποιοι άλλοι το κάνουν, που πέφτει στη λούμπα της θεωρίας των δύο άκρων και έτσι είτε δίνουν πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης στο σύστημα είτε φτάνουν στο σημείο να αποδεχτούν το χαρακτηρισμό ότι η εργατική τάξη και το κίνημά της είναι άκρο.

(1) Με τον όρο «ιστορική πολιτική καθυστέρηση αναφερόμαστε στους ιστορικοπολιτικούς όρους, υπό τους οποίους διαμορφώθηκε το ελλαδικό έθνος-κράτος στα 1821-1830, οι οποίοι και καθόρισαν την πορεία ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού. Είμαστε της γνώμης ότι οι όροι αυτοί καθορίζονται από τη σχέση εξάρτησης και υποτέλειας των εγχώριων ελίτ (έμποροι, καραβοκύρηδες, οπλαρχηγοί, φαναριώτικη γραφειοκρατία, κοτζαμπάσηδες, γαιοκτήμονες) προς τις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία) και τη Ρωσία. Από αυτήν την άποψη και όπως τεκμηριώνει ο Μαρξ (βλ. Μαρξ-Ένγκελς, Η Ελλάδα, η Τουρκία και το ανατολικό ζήτημα, μτφ. Παναγιώτης Κονδύλης, Αθήνα, Γνώση, 1985) η δημιουργία ελλαδικού κράτους απορρέει μάλλον από τον διεθνή γεωπολιτικό ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων, σε μια εποχή κατά την οποία διαμορφώνεται η παγκόσμια καπιταλιστική αγορά και λιγότερο από την όποια εσωτερική δυναμική της ελλαδικής κοινωνίας (Μοριάς, Ρούμελη, νησιά Αιγαίου). Συνεπώς η Ελλάδα δεν δοκίμασε ποτέ μια ανοιχτή αστικοδημοκρατική επανάσταση, τύπου Αγγλία στα 1648 και Γαλλία στα 1789, η οποία και να κατάφερε να εξαλείψει με συγκρουσιακό τρόπο τα ισχυρά υπολείμματα σε επίπεδο οικονομίας, κοινωνικής οργάνωσης και κουλτούρας, του ασιατικού δεσποτισμού και τρόπου παραγωγής.

(2) Υπενθυμίζουμε την πρόσφατη (Σεπτέμβρης 2013) ανάλυση του Sergio Bologna για το σύγχρονο φασισμό, ότι δηλαδή ανταποκρίνεται σε ένα εθνοκρατικό μοντέλο συσσώρευσης σε αντίθεση με το ηγεμονικό παράδειγμα της πλανητικής συσσώρευσης, το οποίο εκφράζεται πολιτικά από τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό. Γι’ αυτό και ο σύγχρονος αστισμός θα αφήνει να αναπτυχθεί ο πολιτικός φασισμός μέχρι το σημείο του να μην απειλήσει την πλανητική συσσώρευση, κάνοντας όμως συγχρόνως τη βρώμικη δουλειά για το κεφάλαιο, το οποίο χωρίς αυτόν δεν θα μπορούσε να κάνει.

(3) Η διαπίστωση αυτή όμως δεν πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι προς χάριν της υπέρβασης των πολιτικών παθογενειών, ο αντιφασισμός πρέπει να είναι ένας πολιτικός χυλός, χωρίς συγκεκριμένο πολιτικό στίγμα, το οποίο θα του εξασφαλίζει την αυτονομία του από το κράτος, το κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό.

(4) Βέβαια από την άλλη πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή η κίνηση και ενεργοποίηση κόσμου πέτυχε και επιμέρους αποτελέσματα (βλ. Καλαμάτα, όπου ο συντονισμός των «μαχητικών» με τα προερχόμενα από την παραδοσιακή αριστερά αντιφασιστικά κομμάτια κατάφερε να ακυρώσει το κεντρικό φεστιβάλ της νεολαίας της ΧΑ).

(5) Για μια επισκόπηση της αντιφασιστικής πάλης του μεσοπολέμου, βλ. Ντατ Ρ.Π., Φασισμός και κοινωνική επανάσταση, ΕΚΔ. Σύγχρονη Εποχή, 2013, Bologna S., Naζισμός και Εργατική Τάξη- Κρίση, κράτος πρόνοιας και αντιφασιστική βία στη Γερμανία του μεσοπολέμου, εκδ. Antifa Scripta, 2011, Γκράμσι Α., Δημοκρατία και Φασισμός, http://wwwpraxisred.blogspot.gr/2011/09/blogpost_6085.html, Hobsbawm E., Oι Επαναστάτες, εκδ. Θεμέλιο, Πουλαντζάς Ν., Φασισμός και Δικτατορία-Η Γ΄ Διεθνής αντιμέτωπη στο φασισμό, εκδ. Θεμέλιο.

Κόκκινη Γραμμή-Ομάδα για την Εργατική Αντεπίθεση

αρχές 2014